Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Οι "άρρωστοι" γονείς

Β. Οι Αλκοολικοί

Οι γονείς αυτοί, πολύ συχνά, εκτονώνονται στα παιδιά τους, ξεσπούν σε αυτά  άλλοτε τις καταθλιπτικές τους κρίσεις, άλλοτε πάλι τον θυμό τους. Η δική τους αρρώστια δεν τους επιτρέπει να δώσουν προσοχή στις ανάγκες και στον ψυχισμό του παιδιού. Είναι τόσο αδύναμο και ευάλωτοι οι ίδιοι, εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά, που και μόνο απο την εικόνα τους η αυτοεκτίμηση του παιδιού αποδυναμώνεται. Όπως έλεγε μια ασθενής μας:
"Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι έχω κάποια αξία απο τη στιγμή που έβλεπα τα χάλια της μητέρας μου".
Συχνά, τα παιδιά με αλκοολικούς γονείς δημιουργούν μέσα τους ενοχές, ότι εκείνα ευθύνονται για την κατάστασή τους: "Ίσως να φταίω εγώ που θυμώνει έτσι, ίσως να φταίω εγώ που νιώθει δυστυχισμένος και θέλει να πίνει..." Η ατμόσφαιρα στο σπίτι, όπου ένας απο τους γονείς είναι αλκοολικός, είναι χαοτική για το παιδί. Οι αντιδράσεις του γονιού είναι απρόβλεπτες.
Κάποια ασήμαντη παιδική απροσεξία μπορεί να περάσει εντελώς απαρατήρητη, ακόμη και να γελάσουν με αυτήν....και κάποια άλλη στιγμή που το παιδί είναι απολύτως ήσυχο και δεν κάνει τίποτα, να ξεσπάσουν ξαφνικά επάνω του με θυμό.
Οι οικογένειες με αλκοολικούς γονείς κρατούν καλά το μυστικό τους, δεν μιλούν γι αυτό και έτσι τα παιδιά νιώθουν ντροπή και δεν εμπιστεύονται τους μεγάλους.
Υπάρχουν παιδιά που καταφέρνουν να αντισταθούν σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον. Απο έρευνες που έγιναν γνωρίζουμε ότι το 20% των παιδιών καταφέρνουν να διασώσουν την ψυχική τους ισορροπία, την αυτοεκτίμησή τους, εφαρμόζοντας ειδική τακτική κυριαρχίας στο περιβάλλον τους. Απο πολύ νωρίς αποκτούν ανεξαρτησία και ωριμότητα, αφοσιώνονται στα μαθήματά τους και έχουν εξαιρετικές επιδόσεις, ενώ εγκαταλείπουν πολύ γρήγορα το σπίτι των γονιών. Πολλές φορές, βέβαια, η υπερβολική τους προσπάθεια μπορεί να οδηγήσει αργότερα σε άλλου είδους προβλήματα, όπως εξηγεί μια νεαρή γυναίκα:
"Ο πεθερός μου ήταν αλκοολικός. Ο άντρας μου κατάφερε απο νεαρή ηλικία, να ξεπεράσει το πρόβλημα, ωρίμασε γρήγορα και ανέλαβε τις ευθύνες του. Απο μικρός είχε πάρει τους γονείς του υπό την προστασία του κατα κάποιο τρόπο, μια και η μητέρα του υπέφερε απο κατάθλιψη. Όταν γύριζε απο το σχολείο την έβρισκε ξαπλωμένη στα σκοτεινά, το σπίτι άνω κάτω και ο πατέρας του να λείπει στο καφενείο. Φρόντιζε εκείνος τη μικρή του αδελφή, συγύριζε το σπίτι και έπειτα διάβαζε τα μαθήματά του.....Όταν ο πατέρας γύριζε σπίτι, ο μικρός αναλάμβανε την υπεράσπιση της οικογένειας, γιατί το ξύλο και η βία ήταν στην ημερήσια διάταξη....
Όταν γνώρισα τον άντρα μου, μου μίλησε μία φορά μόνο γι αυτά που είχε περάσει και δεν ξαναμίλησε ποτέ. Καταλαβαίνω όμως ότι έχουν μείνει μέσα του τραύματα για πάντα. Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να αγωνιά αν όλα πάνε καλά, μήπως χρειάζεται κάτι στο σπίτι, λες και τον κατατρέχει πάντα το άγχος που είχε μικρός, να φροντίζει για τα πάντα: "πληρώσαμε τους λογαριασμούς; διάβασαν τα παιδιά; μήπως χάλασε κάτι στο σπίτι να το φτιάξουμε;"
"Είναι πολύ καλός σύζυγος και πατέρας, όμως δεν μπορεί να νιώσει εσωτερική γαλήνη, δεν έχει αρκετή φαντασία. Όποτε του μιλώ γι' αυτό δείχνει να μην καταλαβαίνει τί του λέω. Προσπαθώ με ήρεμο τρόπο να τον κάνω να νιώσει γαλήνιος, χαλαρός, να μην έχει έγνοια για τίποτα. Είναι πολύ δύσκολο γι' αυτόν!"
 


Απο το βιβλίο C. Andre & F. Lelord  "Η αυτοεκτίμηση - μάθε να αγαπάς τον εαυτό σου"

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Οι "άρρωστοι" γονείς

Α.  Αυταρχικοί Εισβολείς

Οι γονείς αυτοί είναι πεπεισμένοι ότι μόνο εκείνοι γνωρίζουν τί είναι καλό για το παιδί τους και δεν του αφήνουν καμιά πρωτοβουλία. Μόλις προβάλει αντίρρηση, του δημιουργούν ενοχές ή του κάνουν ψυχολογικό εκβιασμό ("είναι για το δικό σου καλό". Ακόμη και όταν το παιδί μεγαλώνει, εξακολουθεί να υφίσταται την εισβολή των γονιών του  κάθε στιγμή στην καθημερινή ζωή του, στις επιλογές που κάνει για τη ζωή του.
Καταλαβαίνουμε βέβαια, πόσο σοβαρή επίπτωση έχει αυτό στην αυτοεκτίμησή του. Είναι πεπεισμένο ότι είναι εντελώς ανίκανο για όλα, χωρίς τη βοήθεια των γονιών του, και κινδυνεύει να περάσει αργότερα απο την υποταγή στους γονείς στη συζυγική υπποταγή. Ας ακούσουμε τη μαρτυρία του Φρανσουά, 42 χρόνων, καθηγητή σχεδίου:
"Χρειάστηκα δεκαοκτώ χρόνια για να ενηλικιωθώ και σαράντα για να απελευθερωθώ απο την καταπίεση της μητέρας μου!
Βέβαια, χρειάστηκα χρόνια ολόκληρα ψυχοθεραπείας και ειδική αγωγή με αντικαταθλιπτικά....Αναρωτιέμαι μήπως, τελικά, η πραγματική δυστυχία μου ήταν ότι ήμουν μοναχογιός : η πιο σκληρή δοκιμασία της ζωής μου ήταν η μητέρα μου....Εκείνη αγόραζε τα πάντα, τα ρούχα που θα φορούσα και κάθε πρωί, ανάλογα με τον καιρό, μου επέβαλλε τι θα φορέσω. Όποτε πρόβαλλα κάποια αντίρρηση - πράγμα που έκανα σπάνια- κυρίως στην εφηβεία, όπου είχα κάποιες συγκεκριμένες προτιμήσεις, μου απαντούσε ότι είχα πολύ κακό γούστο και επηρεαζόμουν απο τους άλλους. Αργότερα έκανε έλεγχο στις παρέες μου, πού θα πήγαινα και με ποιούς. Μπαινόβγαινε ελεύθερα στο δωμάτιό μου, μέρα - νύχτα, διάβαζε τα γράμματά μου, χωρίς να με ρωτήσει....Δεν τόλμησα ποτέ να κάνω μια ερωτική σχέση, γιατί στην ιδέα και μόνοΟι γονείς αυτοί είναι πεπεισμένοι ότι μόνο εκείνοι γνωρίζουν τί είναι καλό για το παιδί τους και δεν του αφήνουν καμιά πρωτοβουλία. Μόλις προβάλει αντίρρηση, του δημιουργούν ενοχές ή του κάνουν ψυχολογικό εκβιασμό ("είναι για το δικό σου καλό". Ακόμη και όταν το παιδί μεγαλώνει, εξακολουθεί να υφίσταται την εισβολή των γονιών του  κάθε στιγμή στην καθημερινή ζωή του, στις επιλογές που κάνει για τη ζωή του.
Καταλαβαίνουμε βέβαια, πόσο σοβαρή επίπτωση έχει αυτό στην αυτοεκτίμησή του. Είναι πεπεισμένο ότι είναι εντελώς ανίκανο για όλα, χωρίς τη βοήθεια των γονιών του, και κινδυνεύει να περάσει αργότερα απο την υποταγή στους γονείς στη συζυγική υπποταγή. Ας ακούσουμε τη μαρτυρία του Φρανσουά, 42 χρόνων, καθηγητή σχεδίου:
"Χρειάστηκα δεκαοκτώ χρόνια για να ενηλικιωθώ και σαράντα για να απελευθερωθώ απο την καταπίεση της μητέρας μου!
Βέβαια, χρειάστηκα χρόνια ολόκληρα ψυχοθεραπείας και ειδική αγωγή με αντικαταθλιπτικά....Αναρωτιέμαι μήπως, τελικά, η πραγματική δυστυχία μου ήταν ότι ήμουν μοναχογιός : η πιο σκληρή δοκιμασία της ζωής μου ήταν η μητέρα μου....Εκείνη αγόραζε τα πάντα, τα ρούχα που θα φορούσα και κάθε πρωί, ανάλογα με τον καιρό, μου επέβαλλε τι θα φορέσω. Όποτε πρόβαλλα κάποια αντίρρηση - πράγμα που έκανα σπάνια- κυρίως στην εφηβεία, όπου είχα κάποιες συγκεκριμένες προτιμήσεις, μου απαντούσε ότι είχα πολύ κακό γούστο και επηρεαζόμουν απο τους άλλους. Αργότερα έκανε έλεγχο στις παρέες μου, πού θα πήγαινα και με ποιούς. Μπαινόβγαινε ελεύθερα στο δωμάτιό μου, μέρα - νύχτα, διάβαζε τα γράμματά μου, χωρίς να με ρωτήσει....Δεν τόλμησα ποτέ να κάνω μια ερωτική σχέση, γιατί στην ιδέα
 ότι θα έπρεπε να απαντήσω με το νι και με το σίγμα στην ανάκριση της μητέρας μου, ένιωθα να παραλύω.
"Οταν άρχισα να δουλεύω, επέμενε ότι έπρεπε να εξακολουθήσω να μένω μαζί τους, παρότι ήμουν οικονομικά ανεξάρτητος. Υπάκουσα, γιατί είχα πλέον πειστεί ότι ήμουν ανίκανος να κάνω οτιδήποτε μόνος μου. Το χειρότερο απο όλα όμως ήταν πως, ενώ εκείνη με έπνιγε και με έκανε να ασφυκτιώ, με κατηγορούσε στη συνέχεια για ανωριμότητα, για αναποφασιστικότητα και για αδυναμία....Τη μέρα που αποφάσισα πια να εγκαταλείψω το σπίτι των γονιών μου, τότε χρησιμοποίησε όλα τα δυνατά μέσα : απειλές, εκβιασμούς, απόπειρες αυτοκτονίας, ψυχιατρική κλινική, επιθετικές σκηνές στο τηλέφωνο και μέσα στον δρόμο. Όμως είχα πάρει πια την απόφασή μου. Παρέμεινα σταθερός και δεν το μετάνιωσα".



Απο το βιβλίο C.Andre & F.Lelord "Η αυτοκτίμηση - μάθε να αγαπάς τον ευατό σου"

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Αναζητώντας τον Βούδα

Ο Βούδας τριγυρνούσε στον κόσμο για να συναντήσει όσους αυτοαποκαλούνταν μαθητές του, και να τους μιλήσει για την αλήθεια.
Στο πέρασμά του, οι άνθρωποι που πίστευαν στο λόγο του έτρεχαν κατά εκατοντάδες να τον ακούσουν, να τον αγγίξουν ή να τον δουν, σίγουρα για μία και μοναδική φορά στη ζωή τους.
Τέσσερις μοναχοί που έμαθαν ότι ο Βούδας θα βρισκόταν στην πόλη Βαάλι, φόρτωσαν τα μουλάρια τους και ξεκίνησαν το ταξίδι που θα διαρκούσε, αν όλα πήγαιναν καλά, κάμποσες εβδομάδες.
Ο ένας δεν ήξερε καλά το δρόμο για το Βαάλι και ακολουθούσε τους άλλους.
Ύστερα απο τρεις μέρες πορεία τους έπιασε μεγάλη καταιγίδα. Οι μοναχοί έτρεξαν ν' αναζητήσουν καταφύγιο σ' ένα χωριό ώσπου να περάσει η καταιγίδα.
Ο τελευαταίος, όμως, δεν έφτασε στον οικισμό και αναγκάστηκε να καταφύγει στο σπίτι ενός βοσκού, στα περίχωρα. Ο βοσκός τού πρόσφερε ρούχα, στέγη και φαγητό για να περάσει τη νύχτα.
Το επόμενο πρωί, όταν ο μοναχός ετοιμαζόταν να φύγει, πήγε ν' αποχαιρετήσει τον βοσκό. Όταν πλησίασε στο μαντρί είδε ότι με την καταιγίδα τα πρόβατα είχαν σκορπίσει κι ο βοσκός πάσχιζε να τα συγκεντρώσει.
Ο μοναχός σκέφτηκε ότι οι συνταξιδιώτες του θα έφευγαν την ώρα εκείνη απο το χωριό και αν δεν έκανε γρήγορα θα απομακρύνονταν πολύ. Όμως, δεν μπορούσε να συνεχίσει το δρόμο του αφήνοντας τον βοσκό στη τύχη του ύστερα απο την φιλοξενία που του είχε προσφέρει. Έτσι αποφάσισε να μείνει, ώσπου και οι δύο κατάφεραν να μαζέψουν πάλι το κοπάδι.
Έτσι πέρασαν τρεις μέρες. Μετά, πήρε πάλι το δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσε μήπως προλάβει τους συντρόφους του.
Ακολουθώντας τα ίχνη τους, έφτασε σ' ένα αγρόκτημα για να προμηθευτεί νερό.
Μια γυναίκα του έδειξε που ήταν το πηγάδι και ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορούσε να τον βοηθήσει γιατί δούλευε στη σοδειά....Ενώ ο μοναχός πότιζε  τα μουλάρια του και γέμιζε τα ασκιά του με νερό, η γυναίκα του εξήγησε ότι, μετά το θάνατο του άντρα της, δυσκολευόταν πολύ εκείνη και τα παιδιά της να μαζέψουν τη σοδειά προτού χαλάσει.
Ο άνθρωπος κατάλαβε ότι η γυναίκα δεν θα τελείωνε τη συγκομιδή εγκαίρως, ήξερε όμως ότι αν έμενε να τη βοηθήσει θα έχανε τα ίχνη και δε θα βρισκόταν στο Βαάλι όταν θα έφτανε στην πόλη ο Βούδας.
"Θα τον δω λίγες μέρες αργότερα" σκέφτηκε, αφού ήξερε ότι ο Βούδας θα έμενε μερικές εβδομάδες στο Βαάλι.
Η συγκομιδή πήρε τρεις εβδομάδες, κι όταν τελείωσε η δουλειά, ο μοναχός συνέχισε την πορεία του.
Στο δρόμο έμαθε ότι ο Βούδας δεν βρισκόταν πια στο Βαάλι κι ότι είχε φύγει για ένα άλλο χωριό, βορειότερα.
Ο μοναχός άλλαξε πορεία και τράβηξε προς το άλλο χωριό.
Θα είχε φτάσει εγκαίρως, έστω και μόνο για να τον δει, αν στο δρόμο δεν αναγκαζόταν να σώσει ένα ζευγάρι γερόντια που τους είχε παρασύρει το ποτάμι και δίχως τη βοήθειά του θα είχαν πνιγεί σίγουρα. Όταν οι γέροι συνήλθαν, ξαναπήρε το δρόμο του ξέροντας ότι ο Βούδας θα συνέχιζε το ταξίδι.....
Είκοσι χρόνια πέρασε ο μοναχός ακολουθώντας τον Βούδα.....κάθε φορά που τον πλησίαζε, κάτι συνέβαινε και καθυστερούσε. Πάντοτε βρισκόταν κάποιος που είχε ανάγκη και δίχως να το ξέρει έκανε τον μοναχό να χασομερήσει.
Τελικά, έμαθε ότι ο Βούδας είχε αποφασίσει να πάει να πεθάνει στη πόλη όπου γεννήθηκε. "Αυτή τη φορά" είπε μέσα του, "είναι η τελευταία μου ευκαιρία". "Αν δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να έχω δει τον Βούδα, δεν μπορώ να αποσπαστώ απο την πορεία. Τώρα τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό απο το να δω τον Βούδα πριν πεθάνει. Ύστερα θα έχω χρόνο να βοηθήσω όλους τους άλλους". Και με το τελευταίο μουλάρι του και ελάχιστες προμήθειες ξανατράβηξε το δρόμο του.
Μια μέρα προτού φτάσει στο χωριό, έπεσε σχεδόν πάνω σ' ένα πληγωμένο ελάφι, στη μέση του δρόμου. Το φρόντισε, του έδωσε νερό και κάλυψε τις πληγές του με φρέσκο πηλό. Το ελάφι λαχάνιαζε προσπαθώντας να ανασάνει με δυσκολία, ο αέρας δεν του έφτανε. "Κάποιος πρέπει να μείνει μαζί του" σκέφτηκε, "για να μπορέσω να συνεχίσω τον δρόμο μου". Μα δεν υπήρχε κανένας εκεί.
Με μεγάλη τρυφερότητα, έβαλε το ζώο κοντά σε κάτι βράχια, για να συνεχίσει την πορεία του. Του άφησε νερό και φαγητό κοντά στο στόμα του και σηκώθηκε να φύγει. Έκανε μονάχα δύο βήματα όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να παρουσιαστεί μπροστά στον Βούδα γνωρίζοντας, στο βάθος της καρδιάς του, ότι είχε αφήσει μόνο του ένα ανυπεράσπιστο ετοιμοθάνατο.....έτσι, ξεφόρτωσε το μουλάρι και έμεινε εκεί να φροντίσει το ζωάκι. Ξενύχτησε δίπλα του σαν ήταν παιδί. Του έδινε νερό στο στόμα και του έβαζε κρύες κομπρέσες στο μέτωπο.
Τα ξημερώματα, το ελάφι είχε συνέλθει. Ο μοναχός σηκώθηκε, κάθισε σ'ένα απόμερο σημείο και έκλαψε....τελικά, είχε χάσει και την τελευταία του ευκαιρία. "Τώρα πιά ποτέ δεν θα σε δώ" είπε με δυνατή φωνή.
"Μη συνεχίζεις να με ψάχνεις" του είπε μια φωνή πίσω του. "Ήδη με βρήκες".
Ο μοναχός γύρισε πίσω και είδε το ελάφι να κυκλώνεται απο φως και να παίρνει τη στρογγυλεμένη μορφή του Βούδα.
"Θα με έχανες αν με άφηνες να πεθάνω απόψε τη νύχτα, για να έρθεις να με βρεις στο χωριό μου.....κι όσο για τον θάνατό μου, μην ανησυχείς. Ο Βούδας είναι μέσα σου".
 
 
 
Απο το βιβλίο του Χ. Μπουκάι "Να σου πω μια ιστορία"